τρελάδικο

τρελάδικο
και παλ. τ. τρελλάδικο, το, Ν
τρελοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρελ(λ)ός + κατάλ. -άδικο (πρβλ. σκυλ-άδικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τρελάδικο — το τρελοκομείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρελοκομείο — και παλ. τ. τρελλοκομείο, το, Ν 1. (παλαιότερα) ίδρυμα για την περίθαλψη τρελών, τρελάδικο 2. (για πρόσ.) α) τρελός β) ανόητος, απερίσκεπτος άνθρωπος 3. χώρος στον οποίο επικρατεί ακαταστασία και ασυνεννοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελός + κομείο (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”